Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Παρουσίαση βιβλίου " Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και της εποχή του" του Ανδρέα Μαράτου την Τρίτη 11 Μαρτίου 2014 και ώρα 20:00 στο Ξενοδοχείο Βυζαντινό


Το βιβλιοπωλείο "Discover",  και οι εκδόσεις Ιανός
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου 
" Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και της εποχή του "
του Ανδρέα Μαράτου,
  την Τρίτη 11 Μαρτίου 2014 στις 20:00
(Πεζόδρομος Ρήγα Φερραίου 106 & Ασκληπιού,Πάτρα,Τηλ.:2610243000)
.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Διονύσης Καρατζάς
Βαρβάρα Δεσποινιάδου
Μαρία Φαραντούρη και
Ο συγγραφέας Ανδρέας Μαράτος 


Λίγα Λόγια για τον συγγραφέα....
Ο Ανδρέας Μαράτος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι ζωγράφος και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου. Σπούδασε στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός" της Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας (Ζωγραφική και Τέχνη του βιβλίου) και στο Τμήμα Φυσικής Α.Π.Θ. Έχει εργαστεί ως καθηγητής Καλλιτεχνικών στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως καθηγητής Φυσικής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Στο ενεργητικό του έχει τρεις ατομικές εκθέσεις, συμμετοχές σε ομαδικές, εικονογραφήσεις κι εξώφυλλα βιβλίων. Έχει εκδώσει τρία καλλιτεχνικά βιβλία με τίτλους: "Οι επτά λιποτάχτες", "Το δάσος με τα πετρωμένα αηδόνια", "Ο βροχοποιός".
 
Από την Εισαγωγή του βιβλίου...
Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη. Ο βαθιά λυρικός αλλά και εξεγερσιακός, διονυσιακός χαρακτήρας του. Οι ισχυροί δεσμοί του με τις τραγικές και τις μεγαλειώδεις στιγμές της μεταπολεμικής ιστορίας. Κυρίως με το απελευθερωτικό και χειραφετητικό εγχείρημα που διαπέρασε σαν ρίγος και σφράγισε όλο τον εικοστό αιώνα. Η Ουτοπία δεν αφορά στον υποτιθέμενο απατηλό χαρακτήρα του εγχειρήματος ούτε θρηνεί εκ του ασφαλούς για τη ματαίωσή του. Αφορά στην κατάδειξη της έκτασης και της έντασης της δυναμικής του, στις υποθήκες του για το μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στην άρρηκτη, λυτρωτική και ανοιχτή στον ιστορικό χρόνο σχέση μιας τέχνης υψηλής και του διαρκούς αιτήματος απελευθέρωσης, προσωπικής και κοινωνικής. Ο θεοδωρακικός μουσικός κόσμος αποτελεί μια σύγχρονη ελεγεία ουτοπίας. Είναι η ελεγεία ενός Όχι ακόμη-τόπου.
Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης, 
Κάρβουνο και παστέλ σε χαρτί. 
Εργο του συγγραφέα.   
                                           
“Το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου υπήρξε για μένα αποκάλυψη και έκπληξη συγχρόνως. Γιατί καταστάσεις και γεγονότα που θεωρούσα πρόδηλα, δεδομένου ότι τα είχα ζήσει και μάλιστα εντατικά, έλαβαν ξαφνικά μια καινούρια μορφή και ένα διαφορετικό περιεχόμενο χάρη στην διαπεραστική και κάποτε ανατρεπτική ματιά του συγγραφέα… Η αρχαιολογική σκαπάνη του Ανδρέα Μαράτου με έβγαλε από τον ευδαιμονικό μου λήθαργο και ομολογώ ότι δεν ξέρω ακόμα αν αυτό υπήρξε καλό ή κακό για μένα, δεδομένου ότι είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου ότι οι σχέσεις μου με τη ζωή και τους ανθρώπους είχαν τακτοποιηθεί αφήνοντάς μου ένα περιθώριο γαλήνης χωρίς μάταιες ελπίδες και ουτοπικές προσμονές…” Με αυτά τα λόγια προλογίζει ο Μίκης Θεοδωράκης το βιβλίο για το έργο του, από τον ζωγράφο Ανδρέα Μαράτο, με τίτλο “Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης”, από τις Εκδόσεις Ιανός, με εικονογράφηση του συγγραφέα.

Αντικείμενό του  αποτελεί η σχέση του έργου του Θεοδωράκη με εκείνα που ο συγγραφέας αποκαλεί “σώμα” και “ετεροτοπικό χαρακτήρα” της πόλης, συλλογικό φαντασιακό, κώδικες της ουτοπίας καθώς και τη μοναξιά. Ζωγράφος με σπουδές στο Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός» της Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας (Ζωγραφική και Τέχνη του βιβλίου) και στο  Τμήμα Φυσικής Α.Π.Θ. και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου, ο συγγραφέας έχει στο ενεργητικό του ακόμα τρία βιβλία, τρεις ατομικές εκθέσεις, συμμετοχές σε ομαδικές, εικονογραφήσεις κι εξώφυλλα βιβλίων.


Το έργο του Θεοδωράκη δεν προσφέρεται για μανιχαϊστικές αναγνώσεις και ταξινομήσεις. Εδώ συνυπάρχουν το εθνικό με το διεθνικό στοιχείο, το βίωμα με την ιστορία, ο λόγος με το μέλος, ο μύθος με την ουτοπία, η δύση με την ανατολή, η όπερα με την αρχαία τραγωδία, το Βυζάντιο με τον Μπαχ, το Μαουτχάουζεν με την Παλαιστίνη, τα λαϊκά έγχορδα με τη συμφωνική ορχήστρα, ο έρωτας με το θάνατο, η πόλη με το αρχιπέλαγος, η μελαγχολία με την ανάταση, η διαδήλωση με την απομόνωση, η ήττα με την επανάσταση, σε ένα αξεδιάλυτο διαλεκτικό πλέγμα διαρκών αλληλεπιδράσεων, εντάσεων κι υπερβάσεων, διατρέχοντας όλη την κλίμακα των συναισθημάτων. Ένα παρόν που διαρκώς αναπλάθει το παρελθόν κι αφουγκράζεται το μέλλον…

Αξιον Εστί και Ρωμιοσύνη
Με το Άξιον Εστί ο Θεοδωράκης αναδεικνύει στην πληρότητά της την πρόθεσή του -όπως διαφάνηκε αρχικά με τον Επιτάφιο- απευθυνόμενος στο κοινό με τη σύζευξη λόγου και μουσικής να ιδρύσει μια συνθήκη σύγχρονης τελετουργίας. Ανοικοδομεί νοερά μέσω της αρχιτεκτονικής των ήχων, των λόγων, της σκηνικής διάταξης έναν ημιτελή ναό, που αναζητά διαρκώς νέα ύλη για να επανατροφοδοτεί την τελετουργική σχέση. Ο ναός στεγάζει μια ιερότητα χωρίς θεό, την άθεη θεολογία της κοινωνικής λύτρωσης και απελευθέρωσης με δομική ύλη την καλλιτεχνική μέθεξη. Μια αίθουσα συναυλιών -που παύει να είναι χώρος που μονοπωλεί η αστική τάξη, τα σύμμαχά της εύπορα παρασιτικά στρώματα και το πολιτικό, ακαδημαϊκό και καλλιτεχνικό τους ιερατείο- , ένα στάδιο, ένα θέατρο μπορούν και οφείλουν να δώσουν υπόσταση σε αυτή την επανανοηματοδότηση του χώρου, να γίνουν ετεροτοπία συλλογικής μέθεξης, ουτοπικό κατώφλι…
Η Ρωμιοσύνη έγινε τραγούδι της Ουτοπίας. Σε αυτήν, η αριστερή, λαϊκή ελληνικότητα βρέθηκε στη συγκλονιστικότερη στιγμή της, ψηλάφησε το απόγειο της δυναμικής της και τα όριά της.  Παρελθόν, παρόν και μέλλον, με τη δύναμη της διαλεκτικής εικόνας. Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία για το δρόμο που διανοίγεται μέσα από το έργο, ούτε τι εννοεί ο ποιητής όταν μιλά για ανάσταση. Η αλληγορία του γυμνού, στεγνού τοπίου - ταυτόχρονα πεδίου θανάτου και κατάφασης ζωής ίδιου λες με τα Περιβόλια- λουσμένου από ένα φως αμείλικτης δικαιοσύνης, οι καμπάνες, τα κυπαρίσσια, οι δαφνώνες, ο δοξαστικός θρήνος και το προσκλητήριο των νεκρών για τη δικαίωση και τη λύτρωση, η ύβρις της προδοσίας και των ξένων βημάτων, η εκφρασμένη ιερότητα των σκοπών, το ανακάλεσμα της συλλογικής μνήμης που η εσωτερική μετανάστευση άφησε θαμμένη στα πατρογονικά της υπαίθρου πριν περικυκλώσει με τις παράγκες της από ανάγκη την αδηφάγα πρωτεύουσα, η ξεραΐλα που ζητά νερό, ο κλιμακούμενος ρυθμός, η δυναμική της εξέγερσης, το γήπεδο-ουτοπικό καράβι. Ένα οπλοστάσιο γεμάτο με όλα του τα όπλα, έτοιμο για μάχες δύσκολες μα και καταδικασμένο να χάσει στο μέλλον την αποτελεσματικότητά του. Αλλά αυτό θα αργήσει.  Η Ρωμιοσύνη, θα τραγουδηθεί κρυφά στη δικτατορία περισσότερο από κάθε άλλο μουσικό έργο αψηφώντας τις απαγορεύσεις,  θα παίζεται συστηματικά από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας, κι επί τρία 24ωρα από τα μεγάφωνα στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Το Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες θα ακούγεται την ώρα της εφόδου του τανκ στην πύλη. Μέσα στη Ρωμιοσύνη φωλιάζει η εξεγερσιακή μελαγχολία που «προλέγει» τη νέα στενωπό της επερχόμενης δικτατορίας. Τα πλήθη των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης θα ανατριχιάζουν στο άκουσμα αυτής της μουσικής κραυγής, που αντηχούσε στα στάδια της πόλης. Θα το τραγουδούν χωρίς τύψεις κι ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη για την πρότερη στάση τους ακόμα κι οι καιροσκόποι, οι εξωνημένοι, οι σιωπηλοί, οι συμβιβασμένοι, οι τάχα μου σκεπτόμενα άπραγοι,  τώρα που οι κραυγές ήταν εύκολες, για να γυρίσουν αργότερα επιτιμητικά την πλάτη τους στην ξεπερασμένη πια Ρωμιοσύνη. Η χρησιμότητα και του σουγιά στο κόκαλο και του λουριού στο σβέρκο μπορούσε να «αποδειχθεί» πια και με δημοκρατικοφανή επιχειρήματα. Η αλληγορία της Ρωμιοσύνης μαδούσε αργά και σταθερά τα φτερά της, πριν απομείνει ένα ημιθανές σύμβολο και μπλεχτεί οριστικά στα γρανάζια της μυθικής χειραγώγησης. Έτσι ο Θεοδωράκης στο Διόνυσο  θα επανέλθει με την τελευταία Ρωμιοσύνη σε στίχους δικούς του, δηκτική, ειρωνική κι απέλπιδα. Τη Ρωμιοσύνη τώρα να την κλαις/ να το συνηθίσεις να το λες...

Βεατρίκη, η φασματοποίηση της Ουτοπίας
Από πού αντλείς όμως δυνάμεις όταν η ιστορία σε καθιστά όμηρό της και σε κρατάει ακίνητο; Σε αυτό το αμείλικτο ερώτημα δίνει τη δική της απάντηση -σε όλο το εκφραστικό της εύρος- η μουσική τέχνη του Θεοδωράκη που διαισθάνθηκε κι αποτύπωσε τις ήττες που μέλλονταν για να ‘ρθουν ήδη από την αρχή της μεταπολίτευσης.  Έτσι, έχοντας πιάσει το νήμα πάλι από την αρχή αναζητά διαρκώς, ανέστιος κατ’ ουσίαν, την πρώτη ύλη και τον προορισμό του[…] Τελικά θα αναμετρηθεί με τη φασματική μορφή των ονείρων του βίου του, τη Βεατρίκη, και θα αφεθεί στο αίσθημα ηδονικής ασάφειας που τη συγκροτεί. Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, σε ποίηση Διονύση Καρατζά και δική του, έργο μόνο για φωνή και πιάνο –με τη Μαρία Φαραντούρη και τη Ντόρα Μπακοπούλου- μοιάζει με αποχαιρετισμό στην Ουτοπία. Η Βεατρίκη γίνεται σύμβολο απώλειας, το άυλο και αεί διαφεύγον ουτοπικό πνεύμα που ξεγλιστρά διαρκώς μέσα από τα χέρια του και το μυαλό του, που βασανίζει τις σκέψεις του, που χάνει το σχήμα του λες και τον περιπαίζει για την αφοσίωση του, το πείσμα και τις αυταπάτες του. Ο πυρετικός διάλογος μαζί της όμως μόνο αποχαιρετισμός δεν είναι. Μας εισάγει σε ένα σχεδόν μαλερικό ηχητικό τοπίο και σε έναν ομιχλώδη βισκοντικό ή αγγελοπουλικό ορίζοντα εκεί που θάλλει ο άλλος ωραίος κόσμος μιας, ρομαντικής υφής, τοπολογίας˙ εκεί που ο άνθρωπος έχει γίνει ένα με τη Φύση δίνοντάς της τα χαρακτηριστικά του.  Αυτός ο όχι-ακόμη τόπος που, όπως και στην Έβδομη Συμφωνία, γίνεται -ως λυτρωτική δυνατότητα- καταφύγιο της σκέψης του. 
 Άρθρο του Γιώργου Μαλούχου (Βήμα της Κυριακής 13/01/2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου